- ἐκλείπῃ
- ἐκλείπωleave outpres subj mp 2nd sgἐκλείπωleave outpres ind mp 2nd sgἐκλείπωleave outpres subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επινομοθετώ — ἐπινομοθετῶ, έω (Α) [νομοθετώ] εισάγω πρόσθετους νόμους («ἐπινομοθετούντων καὶ τῶν ἄλλων ὁπόσα ἂν ὁ νόμος ἐκλείπῃ δι’ ἀπορίαν», Πλάτ.) … Dictionary of Greek